Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τό παιδί ρίχνει

  • 1 μπόϊ

    το (γεν, μπογιού, πλ. μπόγια) рост, высота;

    πρώτο μπόϊ — очень высокого роста;

    μικρό μπόϊ — маленького роста;

    τό παιδί ρίχνει μπόϊ — ребёнок растёт;

    τό νερό έχει δυό μπόγια βάθος здесь глубина в два человеческих роста;

    δε ντρέπεσαι το μπόϊ σου — такой большой, и тебе не стыдно!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπόϊ

  • 2 ρίχνω

    ρίχτ||ω (αόρ. έρριξα) μετ.
    1) бросить, кидать; швырять;

    ρίχνω κάτω — бросать на землю;

    ρίχνω κάποιον κάτω — сбивать с ног кого-л.;

    2) класть, сыпать;

    ρίχνω ζάχαρη (αλεύρι) — класть сахар (муку);

    3) сваливать, валить; обрушивать;

    ρίχνω (τό) σπίτι — ломать, сносить дом;

    3) перен. свергать, низвергать;

    ρίχνω την κυβέρνηση — низвергать правительство;

    ρίχνω απ' το θρόνο — сверить с престола;

    4) метать;

    ρίχνω βέλος — пускать стрелу;

    5) стрелять;
    του 'ρίξε μιά πιστολιά он выстрелил в него из пистолета; 6) απρόσ.:

    ρίχνει χιόνι (βροχή — и т. п.) идёт снег (дождь и т. п.);

    ρίχνει νερό — хлещет дождь;

    § ρίχνω σκιά — отбрасывать тень;

    ρίχνω νερό — наливать воду;

    ρίχνω τ' αφτιά μου — робеть;

    ρίχνω ρίζες — укореняться, пускать корни;

    ρίχνω θεμέλιο — закладывать фундамент;

    ρίχνω ύψος — или ρίχνω μπόϊ — тянуться вверх, расти;

    ρίχνω κλήρο — бросать жребий; — устраивать жеребьёвку;

    ρίχν κανόνι — а) обанкротиться, разориться; — б) отказаться от долгов;

    ρίχνω σύνθημα (ιδέα) — выдвигать лозунг (идею);

    ρίχνω αγκυρα — бросать якорь;

    ρίχνω τό καράβι έξω — выбросить судно на берег;

    ρίχνω τό παιδί — выкинуть, преждевременно родить;

    ρίχνω λάδι στη φωτιά — подливать масла в огонь;

    ρίχνω μιά ματιά — бросить взгляд;

    ρίχνω τα μάτια ( — или τό βλέμμα) μου — обращать свой взор;

    ρίχνω κάτω τα μάτια — опускать глаза;

    ρίχνω τα ( — или στα) χαρτιά — а) гадать на картах; — б) раскладывать пасьянс;

    τό ρίχν εξω — а) веселиться с утра до вечера; — б) небрежно, безразлично относиться к своим обязанностям;

    τό ρίχνω στο... — пристраститься к чему-л.;

    τα ρίχνω σε άλλον — сваливать на другого;

    ρίχνω την ευθύνη σε άλλον — сваливать ответственность на другого;

    ρίχνω τό σφάλμα μου σε άλλον — сваливать с больной головы на здоровую;

    ρίχνομαι

    1) — бросаться, кидаться;

    2) набрасываться, обрушиваться (на кого-л.);
    3) приставать (к женщине)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ρίχνω

См. также в других словарях:

  • μπόι — το 1. ύψος, ανάστημα ανθρώπου («το παιδί ρίχνει μπόι» το παιδί ψηλώνει, αυξάνεται) 2. το μέσο ύψος τού ανδρικού αναστήματος που λαμβάνεται ως μονάδα μέτρησης («το δέντρο αυτό είναι πέντε μπόγια ύψος») 3. καθεμιά από τις όρθιες δοκούς τής κάσας,… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»